- deutsch
- deutsch[dɔɪtʃ]adj γερμανικός,• die e Sprache η γερμανική γλώσσα,• ein er Künstler ένας Γερμανός καλλιτέχνης,• eine e Sängerin μια Γερμανίδα τραγουδίστρια,• die Deutsche Bucht ο Γερμανικός Όρμος,• Deutsche Bahn Οργανισμός Γερμανικών Σιδηροδρόμων,• Deutsche Post Γερμανικά Ταχυδρομεία,• Deutsche Postbank Γερμανικό Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο,• Deutsche Telekom Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Γερμανίας,• Deutscher Gewerkschaftsbund Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων,• Deutsche Mark (HIST) γερμανικό μάρκο,• Deutsches Reich (HIST) Γερμανικό Ράιχ
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.